- γκανιότα
- η карт, часть выигрыша (идущая в пользу хозяина игорного дома)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκανιότα — και κανιότα, η το ποσοστό του κερδιζόμενου ποσού που καταβάλλεται υπέρ τής χαρτοπαικτικής λέσχης, βιδάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cagnotte «πανέρι όπου βάζουν το βιδάνιο»] … Dictionary of Greek
βιδάνιο — το 1. τα υπολείμματα του κρασιού στα ποτήρια των πελατών μιας ταβέρνας 2. πράγμα μη γνήσιο, ψεύτικο 3. το ποσοστό του κερδηθέντος ποσού στη χαρτοπαιξία που δίνεται στη χαρτοπαικτική λέσχη (αλλ. γκανιότα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guadagno «κέρδος,… … Dictionary of Greek